Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Πακιστάν αντιτίθενται σε οποιαδήποτε κίνηση για την εκ νέου δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο σπαρασσόμενο από τον πόλεμο Αφγανιστάν, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας.
Η αντίθεση αυτή διατυπώθηκε έπειτα από το αίτημα του Πρόεδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προς την προσωρινή κυβέρνηση των Ταλιμπάν να επιστρέψει την αεροπορική βάση της Μπαγκράμ στο Πεντάγωνο.
Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Γκουό Τζιακούν, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στο Πεκίνο ότι οι υπουργοί Εξωτερικών και οι εκπρόσωποι των τεσσάρων χωρών πραγματοποίησαν άτυπη συνάντηση για το Αφγανιστάν, στο περιθώριο της 80ής Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, την Πέμπτη στη Νέα Υόρκη.
Το κοινό ανακοινωθέν της τετραμερούς συνάντησης «τόνισε τον σεβασμό στην κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του Αφγανιστάν», ανέφερε ο Γκουό. «Επανέλαβε τη σταθερή αντίθεση στην εκ νέου δημιουργία στρατιωτικών βάσεων στο Αφγανιστάν και την ευρύτερη περιοχή από χώρες που ευθύνονται για την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα», πρόσθεσε.
Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, ο ειδικός απεσταλμένος της Κίνας για το Αφγανιστάν, Γιουέ Σιαογιόνγκ, καθώς και ο ανώτερος Πακιστανός διπλωμάτης Ουμέρ Σιντίκ, σύμφωνα με φωτογραφία της συνάντησης που ανάρτησε ο Γιουέ στην αμερικανική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X.
«Αυτό καταδεικνύει πλήρως τον σεβασμό των γειτονικών χωρών του Αφγανιστάν προς την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εθνική αξιοπρέπεια του», ανέφερε ο εκπρόσωπος του υπουργείου.
Ο Τραμπ προειδοποίησε ότι θα συμβούν «άσχημα πράγματα» εάν η κυβέρνηση των Ταλιμπάν δεν παραχωρήσει τον έλεγχο της βάσης της Μπαγκράμ στο Πεντάγωνο.
Οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία τον Αύγουστο του 2021, μετά την πλήρη αποχώρηση των ξένων δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, έπειτα από έναν πόλεμο που διήρκησε δύο δεκαετίες.
Η Καμπούλ έχει αρνηθεί να διαπραγματευτεί την εδαφική της ακεραιότητα και κάλεσε τον Τραμπ να τηρήσει τη συμφωνία της Ντόχα του 2020.