Ερευνητές των Ηνωμένων Εθνών κατηγόρησαν την Τρίτη το Ισραήλ ότι διαπράττει «γενοκτονία» στη Γάζα, σε μια προσπάθεια να «καταστρέψει τους Παλαιστίνιους» που ζουν εκεί, και επέρριψαν ευθύνες στον Νετανιάχου και σε άλλους κορυφαίους αξιωματούχους για υποκίνηση.
Η Ανεξάρτητη Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ (COI) διαπίστωσε ότι «διαπράττεται γενοκτονία στη Γάζα η οποία συνεχίζεται», δήλωσε στο AFP η επικεφαλής της επιτροπής, Νάβι Πιλάι.
«Η ευθύνη ανήκει στο κράτος του Ισραήλ».
Σχεδόν 65.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στη Γάζα από την έναρξη του πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγείας στην πολιορκημένη παλαιστινιακή περιοχή.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων στη Γάζα έχει εκτοπιστεί τουλάχιστον μία φορά, με περισσότερους μαζικούς εκτοπισμούς να βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς το Ισραήλ εντείνει τις προσπάθειές του να καταλάβει την Πόλη της Γάζας, όπου ο ΟΗΕ έχει κηρύξει κατάσταση πλήρους λιμού.
Η Ανεξάρτητη Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισραηλινές αρχές και δυνάμεις έχουν διαπράξει, από τον Οκτώβριο του 2023, «τέσσερις από τις πέντε πράξεις γενοκτονίας» που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση περί Γενοκτονίας του 1948.
Αυτές είναι «η θανάτωση μελών της ομάδας, η πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, η σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής που αποσκοπούν στον φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας, και η επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας».
«Πρόθεση καταστροφής»
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ρητές δηλώσεις Ισραηλινών πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, σε συνδυασμό με το μοτίβο συμπεριφοράς των ισραηλινών δυνάμεων, «υπέδειξαν ότι οι πράξεις γενοκτονίας διαπράχθηκαν με πρόθεση την καταστροφή... των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας ως ομάδα».
Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ισραηλινός Πρόεδρος Ισαάκ Χέρτσογκ, ο γενοκτόνος Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο πρώην υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ «υποκίνησαν τη διάπραξη γενοκτονίας και ότι οι ισραηλινές αρχές απέτυχαν να αναλάβουν δράση εναντίον τους για να τιμωρήσουν αυτή την υποκίνηση».
«Η ευθύνη για αυτά τα εγκλήματα θηριωδίας ανήκει στις ισραηλινές αρχές στα υψηλότερα κλιμάκια», δήλωσε η 83χρονη Πιλάι, πρώην δικαστής από τη Νότια Αφρική, η οποία διετέλεσε επικεφαλής του διεθνούς δικαστηρίου για τη Ρουάντα, καθώς και Ύπατη Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η επιτροπή δεν είναι επίσημο όργανο, αλλά οι εκθέσεις της μπορούν να ασκήσουν διπλωματική πίεση και να χρησιμεύσουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για μελλοντική χρήση από δικαστήρια.
Η Πιλάι δήλωσε στο AFP ότι η επιτροπή συνεργάζεται με τον εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
«Έχουμε μοιραστεί χιλιάδες πληροφορίες μαζί τους», είπε.
«Συνέργεια»
«Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλή απέναντι στη γενοκτονική εκστρατεία που έχει εξαπολύσει το Ισραήλ εναντίον του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα», ανέφερε η Πιλάι, παρουσιάζοντας την τελική της έκθεση.
«Η απουσία δράσης για να σταματήσει ισοδυναμεί με συνέργεια», προειδοποίησε.
Το Ισραήλ, από την έναρξη του πολέμου, έχει αντιμετωπίσει κατηγορίες για διάπραξη γενοκτονίας στη Γάζα από πολλές ΜΚΟ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, ακόμη και ενώπιον διεθνών δικαστηρίων.
Ο ΟΗΕ δεν έχει χαρακτηρίσει την κατάσταση στη Γάζα ως γενοκτονία, αν και ο επικεφαλής του οργανισμού για την ανθρωπιστική βοήθεια κάλεσε τον Μάιο τους παγκόσμιους ηγέτες να «δράσουν αποφασιστικά για την αποτροπή της γενοκτονίας», ενώ ο επικεφαλής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατήγγειλε την περασμένη εβδομάδα τη «γενοκτονική ρητορική» του Ισραήλ.
Τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διέταξε το Ισραήλ να αποτρέψει πράξεις «γενοκτονίας» στη Γάζα.
Τέσσερις μήνες αργότερα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά του Νετανιάχου και του Γκαλάντ για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Εξοργισμένη από αυτή την κίνηση, η κυβέρνηση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε τον περασμένο μήνα κυρώσεις σε δύο δικαστές και δύο εισαγγελείς του ΔΠΔ, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ και το πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων στη χώρα.